- τελόφαση
- η, Νβιολ. το τελικό στάδιο τής μίτωσης, που χαρακτηρίζεται από τον ανασχηματισμό τών δύο θυγατρικών πυρήνων.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. telophase (< τέλος + φάση)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μίτωση — Το σύνολο των μεταβολών του πυρήνα και του κυτταροπλάσματος, που προηγούνται και συνοδεύουν τη διαίρεση του κυττάρου· συνώνυμος, και πολύ χρησιμοποιούμενος, είναι ο όρος καρυοκινησία. Το πρώτο μορφολογικό συμβάν, που παρατηρείται στον πυρήνα του… … Dictionary of Greek
πλασμοδιαίρεση — η, Ν βιολ. διαχωρισμός τής κυτταροπλασματικής μάζας κατά τη διάρκεια ή μετά την τελόφαση, δηλ. την τελευταία φάση τής μίτωσης, αλλ. κυτταροδιαίρεση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. plasmodieresis < πλάσμα + διαίρεση] … Dictionary of Greek
τέλος — το, ΝΜΑ 1. η ολοκλήρωση, η τελείωση ενός πράγματος, το έσχατο όριο του στον χώρο και στον χρόνο, αποπεράτωση, πέρας (α. «το τέλος τού δρόμου» β. «το τέλος τής προσπάθειας» γ. «τέλος τής εβδομάδας» δ. «μὴ πρότερόν τι πάθῇς, πρὶν τέλος ἐπιθεῑναι… … Dictionary of Greek